- πείσος
- α, ο:
ο πείσος και ο δείξος — такой-сякой, мерзавец, негодяй
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ο πείσος και ο δείξος — такой-сякой, мерзавец, негодяй
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Πεῖσος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεῖσος — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πείσος — ους, τὸ, Α (δ. γρφ.) βλ. πίσος … Dictionary of Greek
Πείσω — Πεῖσος masc nom/voc/acc dual Πεῖσος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πεῖσον — Πεῖσος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πείσει — πάσχω have fut ind mid 2nd sg πείθω persuade aor subj act 3rd sg (epic) πείθω persuade fut ind mid 2nd sg πείθω persuade fut ind act 3rd sg πεῖσις affection fem nom/voc/acc dual (attic epic) πείσεϊ , πεῖσις affection fem dat sg (epic) πεῖσις… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Pisvs — PISVS, i, Gr. Πεῖσος, ου, (⇒ Tab. XXIII.) des Aphareus und der Arene Sohn, und Bruder des Lynceus und Idas. Apollod. l. III. c. 10. §. 3 … Gründliches mythologisches Lexikon
πείσεα — πεῖσις affection fem acc sg πεί̱σεα , πεῖσος neut nom/voc/acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πείσεσι — πεῖσις affection fem dat pl πεί̱σεσι , πεῖσος neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πείσεσιν — πεῖσις affection fem dat pl πεί̱σεσιν , πεῖσος neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πείσων — masc nom/voc sg Πεῖσος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)